στενοκεφαλιά

στενοκεφαλιά
η
1. στενομυαλιά, περιορισμένη αντιληπτική ικανότητα.
2. πείσμα: Τα 'παθε από τη στενοκεφαλιά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στενοκεφαλιά — η, Ν μτφ. 1. έλλειψη πνευματικής ευρύτητας, στενότητα αντίληψης, μικρόνοια 2. άσκοπη επιμονή, πείσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενοκέφαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… …   Dictionary of Greek

  • μικρογνωμοσύνη — μικρογνωμοσύνη, ἡ (ΑΜ) περιορισμένη αντίληψη, περιορισμένη διάνοια, στενοκεφαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γνωμοσύνη, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. τ. *μικρογνώμων] …   Dictionary of Greek

  • μικρόνοια — η (Μ μικρόνοια) 1. στενοκεφαλιά 2. διανοητική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρίση, νωθρότητα σκέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + νοια (< νους)] …   Dictionary of Greek

  • στενομυαλιά — η, Ν [στενόμυαλος] στενοκεφαλιά …   Dictionary of Greek

  • Ζοστσένκο, Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς — (Mikhail Mikhailovich Zoshchenko, Πολτάβα 1895 – Λένινγκραντ [Αγία Πετρούπολη] 1958). Ρώσος συγγραφέας. Πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και αρρώστησε βαριά από τα γερμανικά ασφυξιογόνα. Άσκησε διάφορα επαγγέλματα και το 1921 δημοσίευσε τα… …   Dictionary of Greek

  • δασκαλισμός — ο στενοκεφαλιά, σχολαστικισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”